μικροπρόσωπος

μικροπρόσωπος
η , ο [ος , ον ] имеющий маленькое личико

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μικροπρόσωπος" в других словарях:

  • μικροπρόσωπος — small faced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροπρόσωπος — η, ο (Α μικροπρόσωπος, ον) αυτός που έχει μικρό πρόσωπο …   Dictionary of Greek

  • μικροπρόσωπος — η, ο αυτός που έχει μικρό πρόσωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικροπρόσωπον — μικροπρόσωπος small faced masc/fem acc sg μικροπρόσωπος small faced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροπροσώπους — μικροπρόσωπος small faced masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικρομούρης — α, ικο αυτός που έχει μικρό πρόσωπο, μικροπρόσωπος …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»